- αναπαριστώ
- αναπαριστώ, αναπαρέστησα βλ. πίν. 158
και πρβλ. αναπαριστάνω
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναπαριστάνω — και αναπαριστώ παριστάνω κάτι εκ νέου, κάνω αναπαράσταση, περιγράφω ή εκτελώ με ακρίβεια παρωχημένο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αναπαριστώ μαρτυρείται από το 1888 στον Ιταλό δημοσιογράφο και συγγραφέα Αντ. Φραβασίλη. ΠΑΡ. αναπαράσταση,… … Dictionary of Greek
αναπαράσταση — η 1. η εκ νέου παράσταση, αποτύπωση, επανάληψη ή αφήγηση κάποιου γεγονότος, «αναπαράσταση αρχαίου ναού (κτηρίου κ.λπ.)» 2. ζωγραφική ή πλαστική απεικόνιση τού κτηρίου, όπως αυτό ήταν κατά την αρχαιότητα, επί τη βάσει τών ερειπίων ή τών… … Dictionary of Greek
αναπαραστατικός — ή, ό ο ικανός ή κατάλληλος για αναπαράσταση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαριστώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον θεολόγο και καθηγητή τού Πανεπιστημίου Ιγνάτιο Μοσχάκη. ως επίθ. τού ουσ. «δύναμις»] … Dictionary of Greek
διαγράφω — (AM διαγράφω) 1. σχεδιάζω, αναπαριστώ με γραμμές 2. εκθέτω συνοπτικά 3. σύροντας γραμμή πάνω σε γραμμένη λέξη, τήν απαλείφω, τήν εξαλείφω αρχ. 1. περιγράφω 2. φρ. (για δικαστές), «διαγράφω δίκην» απαλείφω δίκη από τον κατάλογο 3. (για διαδίκους)… … Dictionary of Greek
διασχηματίζω — (Α) 1. δίνω σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω 2. απεικονίζω, αναπαριστώ, περιγράφω 3. μέσ. (για τον θεό) σχηματίζω ως δημιουργός («οὕτω δὴ τότε πεφυκότα ταῡτα πρῶτον διεσχηματίσαντο εἴδεσί τε καὶ ἀριθμοῑς», Πλούτ.) 4. ετοιμάζομαι για κάτι («ἐκεῑνος ἐπἰ… … Dictionary of Greek
εξεικονίζω — (AM ἐξεικονίζω) [εικονίζω] απεικονίζω, αναπαριστάνω ακριβώς με απεικόνιση μσν. νεοελλ. 1. αναπαριστώ κάτι με ζωηρότητα και ακρίβεια σαν να τό ζωγραφίζω μσν. φαντάζομαι, φέρνω στη φαντασία μου αρχ. 1. ενεργώ ως όμοιος με κάποιον 2. παθ. παίρνω… … Dictionary of Greek
ιστορίζω — (Μ ἱστορίζω και στορίζω) 1. ζωγραφίζω, διακοσμώ 2. απεικονίζω, αναπαριστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού ιστορώ πιθ. κατ επίδραση τού ζωγραφίζω (< ζωγραφώ < ζωγράφος). Ο τ. στορίζω προήλθε με σίγηση τού αρκτικού άτονου [i ] (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικρογραφώ — (Α μικρογραφῶ, έω) νεοελλ. 1. καταγίνομαι με την τέχνη τής μικρογραφίας, αναπαριστώ πρόσωπα και αντικείμενα σε πολύ μικρές διαστάσεις ή με λεπτότατες γραμμές 2. διακοσμώ με μικρογραφίες αρχ. γράφω με βραχύ φωνήεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γραφῶ… … Dictionary of Greek
μορφοποιώ — μορφοποιῶ, έω (ΑΜ) [μορφοποιός] 1. δίνω μορφή, σχηματίζω, διαμορφώνω 2. αναπαριστώ … Dictionary of Greek
περιγράφω — ΝΜΑ μτφ. αναπαριστώ με λεπτομέρειες κάτι με τη βοήθεια τού γραπτού ή προφορικού λόγου νεοελλ. αρχ. 1. σχεδιάζω κλειστή γραμμή γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι με γραμμή, σημειώνω ολόγυρα 2. (γεωμ.) περικλείω σχήμα μέσα σε άλλο («περιγράφω τετράγωνο… … Dictionary of Greek